- σορβαρία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη και έχει 10 περίπου είδη θάμνων τής Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sorbaria < sorbus (βλ. λ. σόρβος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.